- τορπιλ(λ)ισμός
- ο, Ν [τορπιλ(λ)ίζω]1. (στρ.-ναυτ.) επίθεση και προσβολή εχθρικού στόχου με τορπίλες είτε κατά τη διάρκεια ναυμαχίας είτε αιφνιδιαστικά («ο τορπιλισμός τής "Έλλης"»)2. μτφ. υπονόμευση, ματαίωση προσπάθειας ή έργου με ύπουλες ενέργειες.
Dictionary of Greek. 2013.